- μονοτονώ
- μονοτονῶ, -έω (Μ) [μονότονος]είμαι ισχυρογνώμων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαλατονώ — έω, Α χαλαρώνω τον τόνο, μειώνω την ένταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χαλα τού ρ. χαλῶ*, άω + τονῶ (< τονος < τόνος), πρβλ. μονοτονῶ] … Dictionary of Greek